Ομάδα Ρόζα

8 Απριλίου, 2009

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΡΟΖΑ 6,7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008, ΑΘΗΝΑ

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 9:39 πμ

1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

 

Τα θέματα της συνάντησης καθορίστηκαν έπειτα από αρκετές συζητήσεις μεταξύ συντρόφων-ισσών που είτε έχουν υπογράψει το κείμενο της ΡΟΖΑΣ τον Απρίλιο του 2008 είτε συμφωνούν με τη γενική οπτική μας για την αριστερή ανασύνθεση τη Αριστεράς, και είναι τα εξής:

α) Πολιτική συγκυρία και ΣΥΡΙΖΑ.

β) Για ένα πρόγραμμα αγώνων, για ένα πρόγραμμα  εξουσίας των εργαζομένων.

γ) Ο ρόλος της Ομάδας ΡΟΖΑ στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και την κινηματική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτή τη συνάντηση επιδιώκουμε αφενός να βαθύνουμε τον προβληματισμό μας σε ζητήματα όπως οι κίνδυνοι και ο ευκαιρίες της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η στάση της Αριστεράς απέναντι στη συρρίκνωση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και, ειδικότερα στην Ελλάδα, της επιρροής των κομμάτων εξουσίας, καθώς και οι δυνατότητες ενεργοποίησης και συντονισμού των «από κάτω». Αφετέρου, και με αυτή τη συνάντηση, θέλουμε να συνεισφέρουμε στην εκπόνηση ενός πολιτικο-οργανωτικού σχεδίου που θα ευνοεί τόσο τη δημοκρατική, συμμετοχική, εξωστρεφή και κινηματική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και την αποτελεσματική δράση εκείνων των τμημάτων του κινήματος που αγωνίζονται κατά της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, είτε έχουν οργανικούς δεσμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ είτε όχι.

Με αυτήν την έννοια, η πανελλαδική συνάντησή μας οφείλει να προαγάγει τον πλέον ευρύ διάλογο και αναζήτηση στα προαναφερθέντα ζητήματα (γι’ αυτό προσκαλούμε συντρόφισσες-ους που ανήκουν σε οργανώσεις και κόμματα αλλά συμφωνούν στο τρίπτυχο «Η αντεπίθεση του κινήματος αποτελεί προϋπόθεση για την ανασύνθεση της Αριστεράς – Το κυβερνητικό ζήτημα ή αντιμετωπίζεται από τη σκοπιά της εξουσίας των εργαζομένων ή οδηγεί σε διαχειριστικές επιλογές – Για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μονόδρομο ο μετασχηματισμός του σε ενιαίο πολιτικό χώρο») και, παράλληλα, να ενισχύσει την πολιτική συμφωνία και τη συλλογική δέσμευση όσων από τους συμμετέχοντες-ουσες στην πανελλαδική συνάντηση επιλέγουν να αγωνιστούν συγκεκριμένα για την επίτευξη αυτών των στόχων.

 

2. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

 

α) Ήδη αρκετά πριν από την τρέχουσα καλπάζουσα οικονομική κρίση η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία παρουσίαζε σοβαρή κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης. Αυτή η κρίση μπορεί να μην πυροδότησε μεγάλους κοινωνικούς αγώνες και δραματική πτώση της επιρροής των κλασικών νεοφιλελεύθερων κομμάτων (ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αλλά όχι μόνο), ωστόσο απομυθοποίησε την «ελεύθερη αγορά», διαμόρφωσε μια πλειοψηφική δυσπιστία (συντριπτικά μεγαλύτερη από εκείνη των «παγωμένων χρόνων» της δεκαετίας του ’90) και κυοφόρησε τις πρώτες μεγάλες πολιτικές ήττες του νεοφιλελευθερισμού (αριστερές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, όχι στο Ευρωσύνταγμα στην Ευρώπη κ.λπ.).

β) Κατ’ αντιστοιχία (προφανώς με πολλές ασυμμετρίες), ούτε ο «σιδηρούς βραχίων» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ο «διαρκής πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», παρ’ όλη την ιστορικής κλίμακας επιτυχία του στη στρατιωτικοποίηση του πλανήτη (των καπιταλιστικών μητροπόλεων συμπεριλαμβανομένων) και την εμπέδωση της «ασφάλειας», κατόρθωσε να επιβληθεί ως μοναδική μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το Ιράκ, ο Λίβανος, η Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, το Ιράν, η Βενεζουέλα, η Βολιβία, η Κούβα, ο Καύκασος αποτελούν απτά δείγματα ηττών της «παγκόσμιας κυβέρνησης», χωρίς βεβαίως να συνιστούν συγκεκριμένα βήματα αντικαπιταλιστικής απελευθερωτικής δράσης.

γ) Αν ισχύουν τα προηγούμενα, είναι η διεθνής καλπάζουσα οικονομική κρίση που την κρίση ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού τη μετατρέπει σε κρίση του ίδιου, την αναβαθμίζει, δηλαδή, από κρίση αξιοπιστίας της νεοφιλελεύθερης υπόσχεσης για το «γενικό καλό» σε κρίση ανικανότητας για την ίδια την αναπαραγωγή του συστήματος.

Η οικονομική κρίση είναι τέτοιας έκτασης και έντασης που, αφενός, μειώνει δραστικά τα κέρδη των καπιταλιστών και, αφετέρου, καταστρέφει ολόκληρους τομείς ζωντανής εργασίας, απαξιώνοντας παράλληλα τις δυνατότητες επιβίωσης ευρύτατων πληβειακών και μικροαστικών στρωμάτων. Με αυτή την έννοια, η οικονομική κρίση διαμορφώνει εκείνες τις συνθήκες κοινωνικής ρευστότητας οι οποίες, σε τελική ανάλυση, προκαλούν αμηχανία στις κυρίαρχες τάξεις και το πολιτικό προσωπικό των κρατών, αγανάκτηση στις υποτελείς τάξεις και επιθετικότητα στα ανταγωνιστικά υποκείμενα, της Αριστεράς (δυνητικά τουλάχιστον) συμπεριλαμβανομένης.

δ) Εκτίμησή μας είναι ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις, αν και αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο της «ελευθερίας των αγορών», βραχυπρόθεσμα δεν αναζητούν μια νεοκεϊνσιανή λύση, έναν νέο ταξικό συμβιβασμό που να εξασφαλίζει μια καινούργια ισορροπία προσφοράς – ζήτησης. Ο «φορντικός συμβιβασμός» γεννήθηκε από επαναστάσεις και πολέμους – και κυρίως επινοήθηκε για την αποφυγή της επανάληψής τους. Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι σε αυτή την κρίση δεν υπάρχει κανείς που να εγκύψει στην αναζήτηση ενός «νέου ρεφορμισμού» (η διεθνής σοσιαλδημοκρατία είναι ανίκανη και απρόθυμη να προβληματιστεί έστω για έναν «κοινωνικό προστατευτισμό»), οπότε οι κυρίαρχοι θα κινηθούν στο πλαίσιο του (κρατικά) «προστατευμένου νεοφιλελευθερισμού». Οι κυριαρχούμενοι, οι εργαζόμενες τάξεις, οι αποκλεισμένοι και οι «απαξιωμένοι», εφόσον δεν εισβάλουν μαζικά και μαχητικά στο προσκήνιο, ώστε έτσι να εξασφαλίσουν νίκες και αυτοπεποίθηση, είναι πιθανό να χειραγωγηθούν από πολιτικές «αντιμετώπισης της κρίσης», να φοβηθούν και να μπουν σε έναν νέο κύκλο αυταπατών περί «χρηστής διαχείρισης».

ε) Οι προηγούμενες διαπιστώσεις από πολλές πλευρές θα θεωρηθούν ηττοπαθείς, ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, είναι αναγκαίες στην αναζήτηση ενός σχεδίου το οποίο αφενός θα εξοπλίζει εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας, του κινήματος και της Αριστεράς που θέλουν να αγωνιστούν  συγκεκριμένα κατά της νεοφιλελεύθερης επίθεσης σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και, αφετέρου, θα μας οριοθετεί απέναντι στα δύο κυρίαρχες τάσεις της Αριστεράς σε περιόδους  κρίσης: την προστατευτική, προνοιακή αναδίπλωση και την προπαγανδιστική αντικαπιταλιστική απογείωση.

Ισχυριζόμαστε ότι το «διπλό συγκεκριμένο καθήκον» της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αυτή την περίοδο έγκειται ακριβώς στη σύζευξη των ευκαιριών που προσφέρει η κρίση (για την πολιτική αφύπνιση και την κοινωνική ενεργοποίηση μεγάλων τμημάτων των «από κάτω», μέσω της προβολής ενός συγκεκριμένο μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολλών) με το ακριβώς αντίθετό τους: με τους κινδύνους που προκαλεί η ίδια κρίση (για την πολιτική συντηρητικοποίηση και την κοινωνική παθητικότητα μεγάλων τμημάτων των «από κάτω», μέσω συγκεκριμένων πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και δράσης  που θα στοχεύουν στην υπεράσπιση της δουλειάς και του εισοδήματός τους). Η Αριστερά δεν έχει ελπίδες αν δεν προκαλέσει –και δεν συναντηθεί μαζί τους– αμυντικούς κοινωνικούς αγώνες ενάντια στις συνέπειες της κρίσης και οι εργαζόμενοι δεν έχουν ελπίδες αν δεν υιοθετήσουν το σχέδιο της Αριστεράς για την άρση των αιτιών της κρίσης.

στ) Στην Ελλάδα, το πολιτικό σκηνικό συνεχίζει να παρουσιάζει ρευστότητα η οποία παραμένει ευνοϊκή για τα πληβειακά στρώματα, τα κινήματα και την Αριστερά στο σύνολό της. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ευνοϊκής ρευστότητας είναι η μεγάλη μείωση της επιρροής της κυβέρνησης και τα σοβαρά ρήγματα στη συνοχή της, η συνεχιζόμενη αναξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ (πολύ βαθύτερη από επικοινωνιακές αντεπιθέσεις και δημοσκοπικές πρωτιές), η αδυναμία του μπλοκ εξουσίας και το πολιτικού προσωπικού του κράτους να επινοήσουν μια αξιόπιστη κυβερνητική λύση και η γενικά αριστερόστροφη πορεία της κοινωνικής δυσαρέσκειας απέναντι στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.

Δεν πιστεύουμε ότι η μεγάλη αναξιοπιστία της δικομματικής νεοφιλελεύθερης διαχείρισης συνιστά κρίση του πολιτικού συστήματος, αν και οπωσδήποτε αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις εκδήλωσης μιας τέτοιας κρίσης. Ωστόσο, η προηγούμενη διαπίστωση έχει ιδιαίτερο νόημα ως προς τις πολιτικές απολήξεις της: Ένα μεγάλο τμήμα της αριστερόστροφης κοινωνικής δυσαρέσκειας κατανοεί την ταύτιση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ (ιδιαίτερα στο πεδίο της αλαζονικής και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας) και τείνει να την αρνηθεί εκλογικά, όμως δεν διανοείται ότι μπορεί να υπάρξει «κυβερνητική λύση» έξω και ενάντια από τους εταίρους του δικομματισμού, ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ. Τούτο, σε συνδυασμό με την «καθυστέρηση του κοινωνικού», δηλαδή την απουσία  μεγάλων κοινωνικών αγώνων που θα κεντρικοποιούν την ταξική αντιπαράθεση (ελπίζουμε η απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών να αλλάξει το συσχετισμό), και, ενδεχομένως, φοβικά αντανακλαστικά που προκαλεί η οικονομική κρίση, καθιστά την κοινωνική δυσαρέσκεια εξαιρετικά ευάλωτη στην κυβερνητική κοινοβουλευτική χειραγώγηση και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να τη μετατρέψει σε «δούρειο ίππο» για μια κυβερνητική/κεντροαριστερή αναδίπλωση της Αριστεράς.

ζ) Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, το πλέον αριστερό ενωτικό εγχείρημα σε ευρωπαϊκό πεδίο. Έχει την πλέον σαφή αντίθεση απέναντι στην Κεντροαριστερά, τη νεοφιλελεύθερη/καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, ενώ, παράλληλα, διαθέτει μια εξίσου σαφή ταύτιση με τα συμφέροντα και τα αιτήματα των εργαζομένων  και των κινημάτων. Αυτό δεν είναι αμελητέο αν συγκριθεί με τον ΣΥΝ της προηγούμενης πενταετίας ή με τις σημερινές θέσεις της  ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, του γαλλικού ΚΚ ή της γερμανικής Die Linke.

Θεωρούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ριζοσπαστικό πεδίο συνάντησης της ρεφορμιστικής με την άκρα Αριστερά, διακριτικό πόλο αναφοράς φτωχών, καταπιεσμένων και προλεταριοποιούμενων κοινωνικών στρωμάτων, πειστική πρόταση αριστερής πολιτικής ενότητας. Γι’ αυτό ακριβώς θεωρούμε το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ απολύτως υποστηρίξιμο και διαφωνούμε με στατικές προφητείες περί της διάλυσης ή της ενσωμάτωσής του την «κρίσιμη στιγμή».

η) Η δική μας προσέγγιση σχετικά με τη δυναμική, το ρόλο, τις προτεραιότητες, τις αντιφάσεις και τους κινδύνους του ΣΥΡΙΖΑ καθορίζεται από ορισμένες αφετηριακές παραδοχές: Πρώτον, η διαδικασία της αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς υποχρεωτικά περιλαμβάνει τμήματα του ρεφορμισμού «ως όλον», ακόμα κι αν παίζουν ηγεμονικό ρόλο, αρκεί να τηρούν συστηματικά ένα αντινεοφιλελεύθερο/ αντικυβερνητικό πλαίσιο και να έχουν αποδείξει ότι επηρεάζονται από την «εξ αριστερών» ώσμωση. δεύτερον, η διαδικασία της αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς (πρέπει να) είναι μια πορεία  αυτομετασχηματισμού όλων  όσοι συμμετέχουν σε αυτή,  με  άμβλυνση του κομματικοκεντρικού μοντέλου και των ποικίλων αυταρκειών, και όχι μια διαδρομή ρηγμάτων και διασπάσεων της ρεφορμιστικής πτέρυγας προς όφελος της ακροαριστερής.  τρίτον, οι ακροαριστερές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε όλες μαζί ούτε κάποια ξεχωριστά, δεν διαθέτουν (και αυτό δεν οφείλεται στο μέγεθος) τα ιδεολογικά, πολιτικά και κινηματικά εφόδια ώστε να μπορούν να παίξουν ηγεμονικό ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ ή, έστω, να αποτελέσουν προωθητικό αντιπολιτευτικό πόλο. τέταρτον, ο ΣΥΝ, παρ’ όλες τις σημαντικές προγραμματικές, πολιτικές και κινηματικές υπερβάσεις του, θα παραμείνει «κόμμα του πολιτικού συστήματος», δηλαδή οργανικά συνδεδεμένο με τον κοινοβουλευτισμό, τα ΜΜΕ και τον κυβερνητισμό με την πλήρη έννοια του όρου και όχι την κεντροαριστερή συσταλτική εκδοχή του. πέμπτον, απόψεις όπως αυτές της ΡΟΖΑΣ, παρ’ όλη τη μεγάλη κινηματική πείρα που συμπυκνώνουν, είναι εξαιρετικά μειοψηφικές (αν και αρκετά δημοφιλέστερες) στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αφενός δεν υπάρχει ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο υλοποίησής τους και, αφετέρου, επειδή «κεντρικοπολιτικά» εγχειρήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ευνοούν εκείνες τις προτεραιότητες και λειτουργίες που αναπαράγουν τον εκλογικισμό, την κομματική ιδιοτέλεια, τον παραγοντισμό και τη γραφειοκρατία. έκτον, και σημαντικότερο, η αριστερή ανασύνθεση της Αριστεράς μπορεί να επιχειρηθεί μόνο διεκδικώντας την ανασύνθεση του κινήματος και να πραγματωθεί ως αίτημα και αποτέλεσμά της.

θ) Νομίζουμε ότι η σημερινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμπυκνωθεί στις εξής διαπιστώσεις: Ο ΣΥΡΙΖΑ  προχωρά σε ικανοποιητικό βαθμό την ενίσχυση του πολιτικού πλαισίου του, και μάλιστα σε κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ,  υπάρχουν πολύ θετικές αποσαφηνίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατορθώσει μετά την πανελλαδική σύσκεψη του Μαρτίου να πάρει καμία μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία και ο κύριος όγκος των παρεμβάσεών του περιορίζεται στην κοινοβουλευτική ομάδα του και τις  δηλώσεις του προέδρου της· εκτός από τη Γραμματεία, λίγες θεματικές επιτροπές και ορισμένες τοπικές κινήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο υπολειτουργεί – η αλληλοενημέρωση  και η εσωτερική συζήτηση είναι σχεδόν  ανύπαρκτες, η καμπάνια για την ακρίβεια ουσιαστικά δεν έγινε, η δράση των τοπικών κινήσεων, όπου υπάρχει, περιορίζεται σε τοπικά ζητήματα ή αφισοκολλήσεις, οι εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ., αυτές για το Μάη ’68) ήταν προβληματικές έως  αποτυχημένες. ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί –μέσα και έξω από τα συνδικάτα– να προωθήσει και να υποστηρίζει τους αγώνες κατά των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ διαπιστώνουμε και συντηρητικές στάσεις όπως αυτή ενός τμήματος πανεπιστημιακών συνδικαλιστών απέναντι στην εφαρμογή του νόμου-πλαίσιου. τέλος, συνεχίζονται τα φαινόμενα υποκατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ από τον ΣΥΝ, τα οποία, σε συνδυασμό με τις συχνές πλέον αυτόνομες καμπάνιες ορισμένων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, υπονομεύουν ακόμα περισσότερο την περιορισμένη συνοχή και τη μετέωρη αξιοπιστία του.

ι) Με αυτές τις διαπιστώσεις αλλά και υπό το πρίσμα των αφετηριακών παραδοχών που αναφέρουμε στο σημείο η), καταλήγουμε σε ορισμένα πολιτικο-οργανωτικά συμπεράσματα: Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα το οποίο θα αποσαφηνίζει ποια είναι η δική μας απάντηση στη νεοφιλελεύθερη επίθεση και τη διεθνή  οικονομική κρίση, αποτελώντας ταυτόχρονα πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων των εργαζομένων και των αποκλεισμένων και περίγραμμα του τι εννοούμε αριστερή διακυβέρνηση με την οπτική της εξουσίας των εργαζομένων – γι’ αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε στο επόμενο κεφάλαιο. δεύτερον, αυτό το πρόγραμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τοπικές συνελεύσεις και εκδηλώσεις, κλαδικές συσκέψεις και συγκεντρώσεις, οφείλει αφενός να το κάνει εργαλείο αγωνιστικής συνάντησής του με ευρύτερα λαϊκά στρώματα και, αφετέρου, εφαλτήριο για την εσωτερική ενεργοποίηση και την πολιτικοποίηση του κόσμου του.  τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένες τις αδυναμίες του, μπορεί να δρα έγκαιρα και αποφασιστικά στο πλευρό αγώνων που εκδηλώνονται, τόσο κεντρικοπολιτικά όσο και κινηματικά, καθώς και με υποδειγματικές ενέργειες σε  κρίσιμα πεδία (π.χ., πλειστηριασμοί σπιτιών, αύξηση τιμολογίων ΔΕΚΟ κ.λπ.). τέταρτον,  ο ΣΥΡΙΖΑ (και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να συνεχίζεται η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση) πρέπει να αποκτήσει στοιχειώδη οικονομική αυτοτέλεια και οργανωτικό μηχανισμό – προτείνουμε όλες οι συνιστώσες να διαθέτουν κατ’ ελάχιστο το 10% της κρατικής επιχορήγησης  που τους αναλογεί σε ανεξάρτητο ταμείο ΣΥΡΙΖΑ, με προτεραιότητα τη χρηματοδότηση καμπανιών και την οικονομική στήριξη τοπικών ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και από έναν/μία τουλάχιστον αποσπασμένο/η στέλεχός τους για τη δημιουργία ενός στοιχειώδους πανελλαδικού μηχανισμού. πέμπτον, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εκδίδει ένα μηνιαίο έντυπο που θα παρουσιάζει τις επιμέρους δραστηριότητές του, θα προβάλλει τις θέσεις και τις καμπάνιες του και θα προωθεί τον προγραμματικό προβληματισμό του. έκτον, όλοι οι τοπικοί ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να θεσμοποιήσουν μηνιαίες γενικές συνελεύσεις, να επιδιώκουν να παίρνουν αποφάσεις σε τοπικά ή συνολικά ζητήματα και να ενθαρρύνουν με συστηματικό τρόπο τη συμμετοχή  των ανένταχτων σε όλη την κλίμακα των λειτουργιών τους· έβδομον, πρέπει να προωθήσουμε διαδικασίες που να ευνοούν τη δημοκρατικότερη και συμμετοχικότερη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, να ενισχύουν το μετασχηματισμό του από πολιτική συμμαχία κομμάτων και οργανώσεων σε πολιτικό χώρο με αυτοτελή πολιτική και λειτουργία.

Είναι προφανές ότι τα προηγούμενα σημεία βρίσκονται αρκετά χαμηλά σε σχέση με τις δυνατότητες που προσφέρει η περίοδος και τις ανάγκες που προκύπτουν για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Επειδή όμως αντιλαμβανόμαστε τη μικρή κοινωνική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ και την περιορισμένη συνοχή του (για την ακρίβεια, τη έλλειψη κοινού σχεδίου, έμπνευσης και διαθεσιμότητας για το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των συνιστωσών του) και επειδή ούτε επιθυμούμε ούτε μπορούμε να υποδυθούμε την «αντιπολίτευση», προτιμάμε να κινηθούμε στα όρια του «αυτονόητου»: Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώσει μέσα σε εύλογο διάστημα (μέχρι τις επόμενες εκλογές) να πραγματώσει αυτόν το στοιχειώδη αυτομετασχηματισμό, οι εξελίξεις είναι δυσοίωνες, διότι ακόμα κι αν κατορθώσει να αντέξει τις πιέσεις για συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ, η αποσυσπείρωση και οι φυγόκεντρες τάσεις θα μεγαλώσουν με καταστροφικές συνέπειες για την αριστερή ανασύνθεση της Αριστεράς, η οποία, σε ό,τι μας αφορά τουλάχιστον, παραμένει το αποκλειστικό κίνητρο της ένταξής μας στον ΣΥΡΙΖΑ.

 

3. ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΩΝΩΝ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

 

α) Τονίσαμε και προηγουμένως ότι ο κύριος ρόλος της Αριστεράς αυτή την περίοδο είναι να αποδείξει τη διπλή χρησιμότητά της: Αφενός να ενισχύσει τους αμυντικούς αγώνες των εργαζομένων και των αποκλεισμένων για την υπεράσπιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους και, αφετέρου, να εμπνεύσει τα πλέον ριζοσπαστικά τμήματά τους με ένα εναλλακτικό κοινωνικο-πολιτικό σχέδιο απέναντι στην αστική εξουσία, ανατροφοδοτώντας έτσι τους αγώνες και δυναμώνοντας την αυτοπεποίθηση των «από κάτω» ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.

β) Εδώ θέλουμε να διευκρινίσουμε ένα ζήτημα το οποίο, για μας, είναι μείζονος σημασίας για την έκβαση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Το πρόγραμμα αγώνων που χρειάζεται σήμερα το εργατικό  και το ευρύτερο κοινωνικό κίνημα για μια νικηφόρα απάντηση στην οικονομική κρίση και τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία δεν είναι το πρόγραμμα των συνδικάτων γενικά και αφηρημένα, πολλώ δε μάλλον το πρόγραμμα της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί η πλατφόρμα αιτημάτων της συνδικαλιστικής ηγεσίας σε γενικές γραμμές δεν υπερβαίνει τις επιταγές της «εθνικής οικονομίας» και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και, δεύτερον, επειδή η οργάνωση ακόμα και αυτών των διεκδικήσεων επ’ ουδενί προωθεί τη μαζική συμμετοχή των εργαζομένων, ιδιαίτερα αυτών στον ιδιωτικό και τον «ελαστικό» τομέα, το μαχητικό συντονισμό των κλάδων που υφίστανται τις επιθέσεις και, βεβαίως, την ταξική ενότητα και ανεξαρτησία απέναντι στις επιλογές του κράτους και του κεφαλαίου.

γ) Κατά τη γνώμη μας, ένα πρόγραμμα αγώνων πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά: Με  συγκεκριμένα αιτήματα αιχμής να ενοποιεί τα διάφορα τμήματα των εργαζομένων, αμβλύνοντας τις επιμέρους συντεχνιακές, τοπικιστικές ή εθνικιστικές διαχωριστικές και αποδεικνύοντας ότι ειδικά σε αυτή τη συγκυρία η νίκη ενός κλάδου εξαρτάται από τη νικηφόρα έκβαση των αγώνων και άλλων κλάδων.  με τα αιτήματα, την επιχειρηματολογία και τις μορφές πάλης που επιλέγει για τη διεκδίκησή του πρέπει να ευνοεί την αλληλεγγύη και την κοινή δράση των «εξασφαλισμένων» με τους «απαξιωμένους» (απολυμένοι, απασχολήσιμοι κ.λπ.) εργαζόμενους και τους ανέργους, καθώς και τους μετανάστες, να ενισχύει τη διάθεση για σύγκρουση με την εργοδοσία και να αίρει, στο μέτρο του δυνατού,  τους αστικούς κατακερματισμούς «εργαζόμενος – χρήστης υπηρεσιών – πολίτης». τέλος, ένα πρόγραμμα αγώνων οφείλει να εκπορεύεται (και παράλληλα να δημιουργεί) από ένα γαλαξία υποκειμένων (παραδοσιακά συνδικάτα, νέα σωματεία στο χώρο της επισφαλούς εργασίας, επιτροπές ανέργων, μεταναστευτικές οργανώσεις, γυναικείες και φεμινιστικές συλλογικότητες, τοπικές κινήσεις, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης σε κοινωνικούς αγώνες, σπουδαστικές οργανώσεις κ.λπ.).

δ) Με αυτή την έννοια, η ριζοσπαστική Αριστερά (και εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ) πρέπει να υποστηρίζει και να προωθεί κάθε επιμέρους συνδικαλιστικό αγώνα, με επίγνωση όμως ότι οι ανάγκες της περιόδου, η κρίση και η γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων και, κυρίως, ο κατακερματισμός της ζωντανής εργασίας που έχει επιφέρει η νεοφιλελεύθερη κυριαρχία επιβάλλουν την ανασύνθεση του εργατικού κοινωνικού κινήματος συνολικά – αυτό το εξαιρετικά ζωτικό αλλά δύσκολο καθήκον απαιτεί υπερβάσεις, επινοήσεις και πειραματισμούς σε  όλα τα πεδία της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής  (εργασία – περιβάλλον – κατανάλωση – καταστολή – σεξισμός – πολιτισμικά πρότυπα κ.λπ.), ρήξεις με στερεότυπα δεκαετιών («το συνδικάτο διεκδικεί – το πολιτικό κόμμα εκπροσωπεί») και αναζήτηση όλων εκείνων των διαδικασιών που φέρνοντας το κοινωνικό και το ταξικό ζήτημα με όρους κινήματος στην «κεντρική  πολιτική σκηνή» θα ευνοούν το μετασχηματισμό της Αριστεράς από (στην καλύτερη περίπτωση) «υπερασπιστή των αδικημένων» σε κοινωνικο-πολιτικό υποκείμενο των  ίδιων των  καταπιεσμένων. Προφανώς, γι’ αυτόν το μετασχηματισμό δεν υπάρχουν συνταγές, ωστόσο επιμένουμε ότι και μόνο η συνειδητοποίηση της ανάγκης διεκδίκησής του αποτελεί μείζον καθήκον της περιόδου – αλλιώς η προσκόλληση στον κοινοβουλευτισμό και την αστική πολιτική είναι αναπόφευκτη.

ε) Σε αυτό το πλαίσιο, παραθέτουμε την πρότασή μας «Για ένα πρόγραμμα αγώνα – Για ένα πρόγραμμα εξουσίας των εργαζομένων»:

1.    1.300 ευρώ βασικός μισθός.

      Επίδομα ανεργίας στο 80% του μισθού και για όσο διαρκεί η ανεργία.

2.     Αύξηση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων στο 45%, των  μεγάλων εισοδημάτων στο 50% και των μερισμάτων στο 20%. Απαγόρευση των off shore εταιριών – Φορολόγηση των βραχυχρόνιων χρηματιστηριακών συναλλαγών.

3.     Επανακρατικοποίηση και κοινωνικός έλεγχος των ιδιωτικοποιημένων τραπεζών και ΔΕΚΟ – Πάγωμα των κατασχέσεων σπιτιών.

4.     Ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας – Μονομερής μη εφαρμογή των κριτηρίων του.

5.     Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή στο ύψος του πληθωρισμού και διατίμηση στα είδη πρώτης ανάγκης.

6.     Κατάργηση όλων των επισφαλών μορφών εργασίας και αντικατάστασής τους με σχέσεις σταθερής πλήρους απασχόλησης – Ψήφιση νόμου που να απαγορεύει τις απολύσεις.

7.     Άμεση κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων Σιούφα, Ρέππα, Πετραλιά. Να επιστραφούν τα κλεμμένα στα Ταμεία – Κατώτερη σύνταξη στο ύψος του βασικού μισθού.

8.     Όχι στην αναθεώρηση του άρθρου 16 – Κατάργηση των ΚΕΣ – Ανατροπή του νόμου-πλαίσιου.

9.     Δημόσια δωρεάν υγεία για όλους και όλες. Προσλήψεις για όλες τις κενές θέσεις στα νοσοκομεία – Να σταματήσει η αδειοδότηση σε ιδιωτικές κλινικές και διαγνωστικά κέντρα.

10.                        Να κλείσουν οι βάσεις – Να φύγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ – Να μειωθούν οι εξοπλισμοί και να διατεθούν τα κονδύλια για Παιδεία και Υγεία – Να καταργηθούν τα πεδία βολής σε απόσταση τουλάχιστον 50 χλμ. από κατοικημένες περιοχές.

11.                        30% μείωση από την Ελλάδα των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2013 – Να ακυρωθεί το πρόγραμμα λιθάνθρακα της ΔΕΗ – Να ακυρωθεί η εκτροπή του Αχελώου και το πρόγραμμα των Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης – Να απαγορευτεί η καταπάτηση  ελεύθερων  χώρων και δασικών εκτάσεων – Άμεση αποκατάσταση των πυρόπληκτων περιοχών και πλήρεις αποζημιώσεις στους πυρόπληκτους.

12.                        Καμιά αλλαγή στο οικογενειακό δίκαιο – Υιοθέτηση του ισπανικού νόμου  για την κακοποίηση.

13.                        Χωρισμός του Κράτους από την Εκκλησία. Κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας – Θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου για ομοφυλόφιλους και λεσβίες.

14.                        Νομιμοποίηση και ίσα δικαιώματα στους μετανάστες-τριες – Άσυλο στους πρόσφυγες.

15.                        Κατάργηση του τρομονόμου – Διάλυση των ΜΑΤ και της Αστυνομίας Συνόρων – Να φύγουν οι κάμερες από τους δρόμους και τους χώρους εργασίας – Να εφαρμοστούν ανθρώπινες συνθήκες στις φυλακές με την αποφυλάκιση των τοξικοεξαρτημένων, την κατάργηση της προφυλάκισης εκτός ειδεχθών εγκλημάτων και των Φυλακών Ανηλίκων, την αποφυλάκιση όλων όσοι δικαιούνται «υφ’ όρων απόλυση» – Να μειωθεί στα 12 χρόνια η ελάχιστη έκτιση της ισόβιας ποινής και με την εφαρμογή του το μέτρο να ισχύσει άπαξ για όλες τις κατηγορίες ισοβιτών.

στ) Πιστεύουμε ότι η υιοθέτηση ενός τέτοιου προγράμματος αγώνων από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν εγγυάται ευθύγραμμα τη ριζοσπαστικοποίησή του, ούτε  βεβαίως εξασφαλίζει την οργανική σύνδεσή του με τους  κοινωνικούς αγώνες και τα κινήματα. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι η υιοθέτηση συγκεκριμένων αντικαπιταλιστικών και συγκρουσιακών στόχων ευνοεί την απαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ από γενικόλογες, ευχολογικές  και «διαπραγματεύσιμες» πλατφόρμες, τη σύνδεσή του με τα πλέον αγωνιστικά τμήματα του κινήματος και της ευρύτερης Αριστεράς, τη χειραφέτησή του από το συνδικαλιστικό συντεχνιασμό και τον οικονομισμό και –το κυριότερο– τη συνειδητοποίηση ότι το βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα αγώνων της Αριστεράς οφείλει όχι να χρωματίζεται αλλά να καθορίζεται από το στόχο της εξουσίας των εργαζομένων, το πρόγραμμα, δηλαδή, του κομμουνισμού.

Γενικά δεν μας αρέσουν οι προγραμματικοί μαξιμαλισμοί και τα μεγάλα λόγια, όμως πιστεύουμε ακράδαντα ότι, ενώ η επανάσταση δεν βρίσκεται προ των πυλών, είναι ζωτικής σημασίας η οπτική μας για την ανασύνθεση της Αριστεράς και του κινήματος, για την αριστερή διακυβέρνηση και τις κοινωνικές συμμαχίες να καθορίζεται αποκλειστικά από την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της κοινωνικής ανατροπής. Εξηγούμαστε: Συμφωνώντας ότι κάθε εκδοχή Κεντροαριστεράς ή «πληθυντικής Αριστεράς» είναι καταστροφική γιατί εξευτελίζει την Αριστερά, διαλύει το κίνημα και συντηρητικοποιεί ακόμα κι αυτούς που ήλπισαν σε αυτήν, χωρίς καν να βελτιώσει στο ελάχιστο τη ζωή τους, είμαστε κατ’ αρχάς υπέρ μιας «αριστερής κυβέρνησης», δηλαδή μιας κυβέρνηση που θα υλοποιήσει ένα πρόγραμμα υπέρ των εργαζομένων και των αποκλεισμένων σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, χωρίς συνδιαχειριστικά σοσιαλνεοφιλελεύθερα βαρίδια. Ως μεταβατικός στόχος, η «αριστερή κυβέρνηση» απαντά στην άμεση ανάγκη των «από κάτω»  για μια άμεση και συγκεκριμένη (και όχι στο επέκεινα…) ανάσχεση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, για μια οργάνωση της οικονομίας και της δημόσιας ζωής προς όφελος των πολλών. Με αυτή την έννοια, αποτελεί συγκεκριμένο και απολύτως αναγκαίο στόχο.  Όμως, αν η πολιτική απαιτεί «ειδικές» στοχεύσεις και δεσμεύσεις αλλιώς διαχέεται στο νεφέλωμα της μεταφυσικής ηθικολογίας, εξίσου απαιτεί και «ειδικές» οριοθετήσεις και τομές για να μην εκφυλιστεί σε Πολιτική (με κεφαλαίο Π), δηλαδή σε αστική πολιτική. Με αυτό εννοούμε ότι μια αριστερή κυβέρνηση στο καπιταλιστικό σύστημα είτε θα προλογίζει τη σοσιαλιστική μετάβαση (οικοδομώντας την προσωρινότητά της) είτε θα καταργηθεί, ενσωματούμενη ή ανατρεπόμενη από τις «αφοσιωμένες δυνάμεις» του συστήματος. Αν και παρακολουθούμε με μεγάλο ενδιαφέρον και συμπάθεια τα πειράματα στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία ή το Νεπάλ, υπενθυμίζουμε ότι η Ευρώπη είναι πολύ διαφορετική, οπότε είναι τουλάχιστον ατυχείς οι θεωρητικοποιήσει περί «του κράτους ως πεδίου ταξικής πάλης». Ισχυριζόμαστε ότι η «αριστερή διακυβέρνηση» μπορεί να προβάλλεται μόνο ως «εποικοδόμημα» της εξουσίας των εργαζομένων, μόνο ως μεταβατικός στόχος για να  οικοδομήσει από σήμερα μορφές αντιεξουσίας των εργαζομένων (καταλήψεις με λειτουργία της επιχείρησης κάτω από εργατικό έλεγχο και άλλο παραγωγικό μοντέλο κ.λπ.), μόνο ως  απάντηση της Αριστεράς στο νεοφιλελεύθερο δικομματικό (ή, αλλού,  πολυκομματικό) σύστημα και όχι ως πολιτική λύση απέναντι στην καπιταλιστική κυριαρχία. Δυστυχώς, στην Ιστορία μπορεί να υπάρχουν άλματα, δεν υπάρχουν όμως παρακαμπτήριες οδοί. Με αυτή την έννοια, το (αστικό) κράτος και η (καπιταλιστική) εξουσία, το ιερό δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, ο στρατός και η αστυνομία, οι πολυεθνικές και η Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και ο ΟΟΣΑ, τα ΜΜΕ, αλλά και ο πληθυσμός που έχει μάθει να δουλεύει, να καταναλώνει και να ψηφίζει είναι μεγέθη που δεν μπορούν ούτε να παρακαμφθούν ούτε να τσουβαλιαστούν σε «μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία».

ζ) Με όλα τα προηγούμενα, αρκετά «ιδεολογικά» και σχηματικά οπωσδήποτε, προσπαθούμε να επισημάνουμε μια αναπόφευκτη, δημιουργική μεν, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνη, αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ: Τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από την Αριστερά, χωρίς κεντροαριστερές συμμαχίες και σοσιαλνεοφιλελεύθερους συμβιβασμούς, αλλά δίχως  την κοινωνική διείσδυση και την κινηματική συγκρότηση, χωρίς την αναγκαία αντικαπιταλιστική  οπτική που θα θωρακίζουν τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από συνδιαχειριστικές παλινδρομήσεις και, κυρίως, θα της δίνουν την κοινωνική δυναμική της ρήξης με το σύστημα, της εξουσίας των εργαζομένων απέναντι στο αστικό κράτος και το πολιτικό προσωπικό του.

Αυτές οι επισημάνσεις όμως γίνονται και για έναν ακόμα λόγο, ουδόλως  υποδεέστερο από τους προηγούμενους. Γιατί η «αριστερή διακυβέρνηση» όταν δεν υποτάσσεται στην εξουσία των εργαζομένων, όταν δεν «αυτοϋπονομεύεται» σε μεταβατικό στόχο για «να μην μπορούν οι “από πάνω” να κυβερνήσουν και να μη θέλουν οι “από κάτω” να κυβερνηθούν», τότε αναπαράγει (απενοχοποιώντας τους μάλιστα) τον κοινοβουλευτισμό και την εκλογολαγνεία, τον ατομικό και το συλλογικό παραγοντισμό.

 

 

4. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ  ΡΟΖΑ

 

Ήδη από όσα έχουμε αναφέρει νομίζουμε ότι περιγράφονται διεξοδικά οι απόψεις και οι επιδιώξεις της Ομάδας ΡΟΖΑ. Εντελώς επιλογικά, λοιπόν, κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις:

α) Η ΡΟΖΑ δεν αποτελεί πολιτική οργάνωση με την πλήρη έννοια του όρου, αφού δεν δημιουργήθηκε σε «ανύποπτο χρόνο» στη βάση ορισμένων ιδεολογικών αντιλήψεων για να υπηρετήσει μια πολιτική στρατηγική, αλλά συγκροτήθηκε από ανθρώπους κοινής ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας (που τη διαμόρφωσαν στο πλαίσιο του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα), οι οποίοι μαζί με άλλους-ες, με παρεμφερείς απόψεις από άλλες διαδρομές, επέλεξαν να δημιουργήσουν μια συλλογικότητα «ειδικού ρόλου»: την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και την κινηματική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ.

β) Με αυτή την έννοια, η ΡΟΖΑ, από τη φύση της, επιδιώκει το μετασχηματισμό  του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο πολιτικό χώρο και θέτει εαυτόν με πλήρη διαθεσιμότητα στη διαδικασία αυτού του μετασχηματισμού.

γ) Κύριες επιδιώξεις της ΡΟΖΑΣ, όπως ελπίζουμε ότι φαίνεται σε αυτό το κείμενο, είναι η συμμετοχική και κινηματική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την προγραμματική ριζοσπαστικοποίησή του.

δ) Κίνητρα για την παραμονή μας στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν η (γενική) αριστερή φυσιογνωμία του και η (διεκδικούμενη) αριστερή δράση του και αντικίνητρα ο εκλογικισμός, τα κομματικά καπελώματα, η αυτόκεντρη ανάπτυξη και η οικονομική/οργανωτική ιδιοτέλεια.

ε) Αμεσος στόχος μας, η δημιουργία ενός άτυπου πανελλαδικού ρεύματος –μέσα και έξω από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, με αναβαθμισμένο ρόλο των ανένταχτων– που θα επιδιώκει συντονισμένα και συστηματικά την κινηματική συγκρότηση και την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.

 

 

 

     

Σχολιάστε »

Δεν υπάρχουν σχόλια.

RSS feed for comments on this post. TrackBack URI

Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.